- πατραγαθία
- πατρ-ᾰγᾰθία, ἡ,A virtue of one's father or ancestors, opp. ἀνδραγαθία, Plu.2.183d, 534c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατραγαθία — πατραγαθίᾱ , πατραγαθία virtue of one s father fem nom/voc/acc dual πατραγαθίᾱ , πατραγαθία virtue of one s father fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατραγαθία — η, ΝΜΑ οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις τού πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αγαθία (< άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδρ αγαθία] … Dictionary of Greek
πατραγαθίας — πατραγαθίᾱς , πατραγαθία virtue of one s father fem acc pl πατραγαθίᾱς , πατραγαθία virtue of one s father fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατραγαθίαν — πατραγαθίᾱν , πατραγαθία virtue of one s father fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek